- λεπτοσκελέστεραι
- λεπτοσκελήςthin-shankedfem nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτοσκελής — λεπτοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει λεπτά, ισχνά σκέλη («πολύποδες μᾱλλον καὶ λεπτοσκελέστεραι τῶν χερσαίων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, ισο σκελής] … Dictionary of Greek